Από το 2000, μονάδα Πληροφοριών του περιοδικού Economist αξιολογεί την ικανότητα των μεγαλύτερων οικονομιών παγκοσμίως να αφομοιώνουν τις Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) και να τις χρησιμοποιούν για οικονομικό και κοινωνικό όφελος.
Ο δείκτης e-readiness χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ποιότητας των υποδομών ΤΠΕ μιας χώρας και την ικανότητα των καταναλωτών, επιχειρήσεων και κυβερνώντων της να τις χρησιμοποιούν προς όφελός τους. Όταν μια χώρα χρησιμοποιεί τις ΤΠΕ για να φέρει εις πέρας τις δραστηριότητες της, τότε μπορεί να αποκτήσει μια πιο διαφανή και αποδοτική οικονομία. Ο δείκτης e-readiness επιτρέπει επίσης στις Κυβερνήσεις να εκτιμούν την επιτυχία των ΤΠΕ που χρησιμοποιούν σε σχέση με άλλες χώρες και να παρέχουν σε επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται να επενδύσουν στην χώρα τις πιο αποδοτικές από άποψη e-readiness περιοχές. Υπάρχουν σχεδόν 100 διαφορετικά ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια που αξιολογούνται από την ομάδα της Μονάδας Πληροφοριών.
Τα κριτήρια αυτά εκτιμούνται με βάση τη σχετική παρουσία ή έλλειψη τους στο οικονομικό, βιομηχανικό ή κοινωνικό περιβάλλον μιας χώρας. Τα κριτήρια οργανώνονται σε έξι κατηγορίες οι οποίες αποτυπώνουν γενικότερα ζητήματα e-readiness όπως, περιβάλλον συνδεσιμότητας, κρατικές επενδύσεις και πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές τάσεις υιοθέτησης του Διαδικτύου.
Στην έρευνα του 2008 η Ελλάδα κατέλαβε την 30η θέση ανάμεσα σε 70 χώρες βελτιώνοντας την επίδοσή της κατά 2 θέσεις σε σχέση με το 2007. Υψηλότερες βαθμολογίες παρουσιάζει στις κατηγορίες του νομικού περιβάλλοντος (περιλαμβάνοντας κριτήρια όπως: αποδοτικότητα του παραδοσιακού νομικού πλαισίου, νόμοι για την προστασία του Διαδικτύου, επίπεδο λογοκρισίας, ευκολία έναρξης λειτουργίας μιας επιχείρησης) και του κοινωνικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος (περιλαμβάνοντας κριτήρια όπως: επίπεδο εκπαίδευσης, επίπεδο γνώσης του Διαδικτύου, βαθμός επιχειρηματικότητας, τεχνικές δεξιότητες της εργατικής τάξης, βαθμός καινοτομίας).

Ο μέσος όρος της ηλεκτρονικής ετοιμότητας του συνόλου των χωρών ανέβηκε φέτος στο 6,39 σε σχέση με το 6,24 πέρσι. Αυτή η πρόοδος εντούτοις, καλύπτει την οπισθοδρόμηση κάποιων χωρών, οι οποίες μάλιστα συγκαταλέγονται μεταξύ των κορυφαίων δέκα. Η Δανία (η οποία κατέχει την 5η θέση), μετά από τέσσερα διαδοχικά έτη ως η παγκόσμια πιο ηλεκτρονικά έτοιμη χώρα, έχει πέσει τέσσερις θέσεις, όπως και η Ελβετία (η οποία κατέχει την 9η θέση).
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πλέον ο παγκόσμιος ηγέτης ηλεκτρονικής ετοιμότητας, με ένα βαθμολογία 8,95 και ακολουθείται στενά από το Χονγκ Κονγκ, το οποίο έχει προωθηθεί δύο θέσεις. Η Φινλανδία έχασε επίσης τρεις θέσεις, από τη 10η θέση στην 13η, και έχει αντικατασταθεί στις κορυφαίες δέκα από την Αυστρία. Η Ελβετία κατηγορήθηκε ότι έχει χάσει μέρος της σαφήνειας του οράματος και της αφοσίωσης που είχε χαρακτηρίσει την στρατηγική της ηλεκτρονικής διακυβέρνησής της.
Σε αντίθεση, χώρες που έχουν προωθηθεί στις κορυφαίες δέκα θέσεις - ΗΠΑ, Χονγκ Κονγκ, Ολλανδία και Αυστραλία - έχουν κάνει στο παρελθόν μεγάλες επενδύσεις (οι οποίες φαίνεται να απέδωσαν) σε θέματα όπως: βελτίωση και επέκταση της συνδεσιμότητας, περιλαμβανομένων ευρυζωνικών συνδέσεων και WiFi hotspots, καθώς επίσης και στην ασφάλεια των συνδέσεων στο Διαδίκτυο.
Ευθύνες στην καθυστέρηση έργων πληροφορικής του Δημοσίου
Παράλληλα σύμφωνα με το Δείκτη Δικτυακής Ετοιμότητας (Network Readiness Index - NRI) για το 2007-2008 που καλύπτει 127 ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες οικονομίες, στα αδύνατα σημεία της Ελλάδας συγκαταλέγεται το υψηλό κόστος των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, η απουσία στρατηγικής και κατάλληλων ρυθμίσεων από την κυβέρνηση στην προώθηση των ΤΠΕ, η χαμηλή διείσδυση του Διαδικτύου και της ευρυζωνικότητας, και τέλος, η απουσία ψηφιακού περιεχομένου.
Στα ισχυρά σημεία της χώρας, είναι το ποσοστό των αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η διείσδυση των τηλεπικοινωνιακών γραμμών, η διαθεσιμότητα μηχανικών κ.ά. Για τη χαμηλή βαθμολογία της χώρας ευθύνεται η πολυετής καθυστέρηση στα έργα ΤΠΕ του δημοσίου, μέσω των οποίων θα μπορούσαν να εκσυγχρονιστούν οι υπηρεσίες και να βελτιωθεί η παραγωγικότητα. Και παρά το γεγονός ότι δεν έχει ενσωματωθεί η τελευταία ανάπτυξη της ευρυζωνικότητας, που σημειώθηκε στη διάρκεια του περασμένου έτους, είναι σίγουρο ότι τα βήματα που κάνει η χώρα είναι πολύ μικρότερα από εκείνα που κάνουν άλλες χώρες.
Διαβάστε το πλήρες άρθρο στην ιστοσελίδα του ΣΕΠΕ.