Αναλυτικότερα, σύμφωνα με την έρευνα, 1 στους 5 ερωτηθέντες πιστεύει ότι δεν κινδυνεύει από τη χρήση λογισμικού χωρίς νόμιμη άδεια, ενώ το 87% δεν συνειδητοποιεί ότι το παράνομο λογισμικό κάνει τους υπολογιστές τους πιο ευάλωτους σε ιούς.
Λιγότερο από το 50% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δήλωναν απόλυτα βέβαιοι ότι τα προγράμματα λογισμικού είχαν όλες τις νόμιμες άδειες, ενώ το 97% έκρινε ότι η χρήση παλαιών εκδόσεων λογισμικού δεν επιφέρει προβλήματα παρότι δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν αναβάθμιση λόγω των παράνομων εκδόσεων.
Ανεξάρτητη στατιστική μελέτη που πραγματοποιήθηκε από την Business Software Alliance (BSA) καταδεικνύει ότι, ενώ η πλειοψηφία των ΜΜΕ αναγνωρίζει τα οφέλη που προσφέρει η τεχνολογία στη λειτουργία μιας επιχείρησης, εκείνοι που αγνοούν το γεγονός ότι το παράνομο λογισμικό μπορεί να αποτελέσει σημαντική απειλή θέτουν σε κίνδυνο την ομαλή λειτουργία και τη φήμη της επιχείρησής τους.
Το θέμα της «παραβίασης της πνευματικής ιδιοκτησίας του λογισμικού» σε συνάρτηση με τους τεχνικούς κινδύνους κρίθηκε ως το λιγότερο σημαντικό, ενώ στην ουσία το παράνομο λογισμικό αποτελεί σημαντικό κίνδυνο για την υπόσταση της επιχείρησης.
'Αλλα προβλήματα που κρίθηκαν πολύ σημαντικά από τη χρήση πειρατικού λογισμικού είναι η «απώλεια αρχείων ή συστημάτων», «οι ιοί, τα Trojans και το κακόβουλο λογισμικό». Οι δύο πιο συχνά αναφερόμενες κατηγορίες κινδύνων είναι οι «ποινικές κυρώσεις» (23%) και τα «οικονομικά πρόστιμα» (21%). Στην ελληνική πραγματικότητα το νομοσχέδιο (Ν. 3524/07) που ψηφίστηκε φέτος προβλέπει την επιβολή διοικητικού προστίμου 1.000 ευρώ για καθένα πρόγραμμα που είναι παράνομα εγκατεστημένο σε Η/Υ, το οποίο ακόμη και για μια μικρή εταιρία 5-10 υπαλλήλων, μεταφράζεται σε αρκετές χιλιάδες ευρώ.
Οι ΜΜΕ πρέπει να κατανοήσουν ότι οι κίνδυνοι που συνεπάγεται η χρήση του παράνομου λογισμικού περιλαμβάνουν τεχνολογικά και λειτουργικά προβλήματα και φυσικά οικονομικές και νομικές κυρώσεις, αναφέρει ο κ. Γιώργος-Ανδρέας Ζάννος, νομικός σύμβουλος της BSA για την Ελλάδα.
«Κατά μέσο όρο οι ευρωπαϊκές ΜΜΕ αντιμετώπισαν πρόστιμα άνω των 15.940 ευρώ ανά επιχείρηση για τη χρήση πειρατικών προγραμμάτων, ενώ οι ελληνικές επιχειρήσεις κατέβαλαν φέτος στις εταιρείες-μέλη της BSA συνολικά 162.000 ευρώ ως αποζημίωση για χρήση παράνομου λογισμικού, έπειτα από ελέγχους που βασίστηκαν σε ανώνυμες καταγγελίες».
Το πειρατικά προγράμματα που λαμβάνουν οι υπάλληλοι των επιχειρήσεων από ηλεκτρονικές δημοπρασίες ή ιστοσελίδες P2P συχνά περιέχουν ιούς και κακόβουλο λογισμικό. Σε πρόσφατη έρευνα της IDC1 βρέθηκε ότι οι πιθανότητες να αγοράσει κανείς νόμιμο λογισμικό από ιστοσελίδα δημοπρασιών είναι λιγότερες από 50%, ενώ στην τελευταία έκθεση της Symantec «Internet Security Threat Report 2» αναφέρεται ότι κατά το 2006 το 47% του κακόβουλου λογισμικού (malicious code) διαδόθηκε μέσω δικτύων P2P.
Με βάση πραγματικά παραδείγματα, το κόστος που προκύπτει από την παραβίαση ασφαλείας σε ένα σύστημα ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 3,8 εκατομμύρια ευρώ, επομένως είναι ξεκάθαρο ότι οι οικονομικές επιπτώσεις αποτελούν ένα σοβαρό πλήγμα για τα οικονομικά μιας επιχείρησης. Παρ' όλα αυτά, ο πανευρωπαϊκός δείκτης πειρατείας λογισμικού για το 2006 ανήλθε στο 35%.
Τα αντίγραφα των προγραμμάτων που δεν φέρουν τις νόμιμες άδειες χρήσης και το λογισμικό που έχει καταφορτωθεί από μη εγκεκριμένους προμηθευτές εκθέτουν τις επιχειρήσεις σε πολλαπλούς κινδύνους. Επίσης ανησυχητικό είναι το συμπέρασμα ότι σχεδόν το 50% των ερωτηθέντων είναι πεπεισμένοι πως το λογισμικό τους είναι νόμιμο και συνεπώς αγνοούν το ρίσκο που διατρέχουν.
«Το πειρατικό λογισμικό δεν δικαιούται την ίδια τεχνική υποστήριξη ή αναβαθμίσεις όπως τα νόμιμα προγράμματα, επομένως μια επιχείρηση διακυβεύει την ασφάλεια των συστημάτων της και πιθανώς τίθεται σε μειονεκτική θέση απέναντι στους ανταγωνιστές της. Απλές διαδικασίες, όπως η εφαρμογή τακτικών ελέγχων, η εφαρμογή πολιτικών χρήσης λογισμικού από τους εργαζόμενους και η διαχείριση πόρων λογισμικού μπορούν εξασφαλίζουν στον επιχειρηματία ασφάλεια, βέλτιστη απόδοση και παραγωγικότητα της εταιρείας του», συμπληρώνει ο κ. Ζάννος.