Παρά το μεγάλο κίνδυνο μείωσης της απόδοσής τους οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι ευάλωτες στη χρήση παράνομου λογισμικού, σύμφωνα με την BSA.
Έπειτα από έρευνα που ανέθεσε η BSA στην GfK NOP με στόχο να ερευνήσει τις συμπεριφορές των ΜΜΕ στην Ευρώπη (GfK NOP 2007) σχετικά με το παράνομο λογισμικό και τους κινδύνους που ενέχει, αποδεικνύεται πως τo 95% των επιχειρήσεων δήλωσαν αισιόδοξοι, πως η εγκατεστημένη βάση του λογισμικού είναι πλήρως αδειοδοτημένη, τη στιγμή που το ποσοστό πειρατείας στην Ευρώπη ανέρχεται στο 39% και στην Ελλάδα στο 58%, σύμφωνα με την παγκόσμια ετήσια μελέτη για την Πειρατεία Λογισμικού 2007 που πραγματοποιήθηκε από την IDC.

Το 87% δεν αντιλαμβάνεται, ότι η χρήση παράνομου λογισμικού θα μπορούσε να τους κάνει πιο ευάλωτους σε ιούς και το 97% δε θεωρεί ότι είναι πρόβλημα η χρήση παλαιών εκδόσεων λογισμικού εξαιτίας αδυναμίας αναβάθμισης από παράνομες εκδόσεις.
Είναι πολλές οι εταιρίες που δε γνωρίζουν πως οι επιπτώσεις χρήσης παράνομου λογισμικού μπορούν να έχουν λειτουργικό, τεχνικό, οικονομικό και νομικό αντίκτυπο. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα, η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας περιβάλλεται από ένα αυστηρό νομικό πλαίσιο που προβλέπει μεταξύ άλλων, την επιβολή διοικητικού προστίμου €1,000 για κάθε παράνομο πρόγραμμα λογισμικού που εντοπίζεται σε υπολογιστή από τις αρμόδιες αρχές (Ν. 3524/07).
To πειρατικό λογισμικό μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη φήμη μιας επιχείρησης και κατ’ επέκταση των συνεργασιών της, αλλά και να επιφέρει τεχνικά προβλήματα όπως απώλειες λειτουργικότητας, προσβολή από ιούς και κακόβουλο λογισμικό. Περαιτέρω συνέπειες περιλαμβάνουν την απώλεια αρχείων και την ζημία σε αρχεία ή εταιρικά δίκτυα, ενώ παράλληλα οι χρήστες δε δικαιούνται τις ίδιες αναβαθμίσεις και υποστήριξη με τις νόμιμες εκδόσεις.
Σύμφωνα με τον Julian Swan, Director, Compliance Marketing της BSA, “η απόκλιση μεταξύ του αντιληπτού και του πραγματικού ποσοστού της πειρατείας λογισμικού καταδεικνύει την μεγάλη άγνοια που κυριαρχεί σχετικά με τη χρήση του λογισμικού, την ευθύνη και τη διαχείριση του. Γενικότερα, οι επιχειρήσεις ενθαρρύνονται να διαχειρίζονται τα επιχειρηματικά τους ρίσκα με μεγάλη ευθύνη και σε αυτό πρέπει να περιλαμβάνουν και την απειλή από τη χρήση παράνομου λογισμικού”.
Νέος οδηγός από την BSA
Σύμφωνα με την Business Software Alliance (BSA), “οι επιχειρήσεις μπορούν να μειώσουν τους κινδύνους που κρύβει το παράνομο λογισμικό, εφόσον εξασφαλίσουν τους σωστούς ελέγχους, την ασφαλή διαφύλαξη των αδειών χρήσης και την τακτική αναθεώρηση τους, την υιοθέτηση εργαλείων Διαχείρισης Πόρων Λογισμικού (SAM) και την εφαρμογή μιας ενιαίας πολιτικής που αφορά στη χρήση του λογισμικού από το προσωπικό της επιχείρησης. Για να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα των κινδύνων, η εφαρμογή της Διαχείρισης Πόρων Λογισμικού (Software Asset Management - SAM) αποτελεί ένα πολύτιμο εργαλείο για αποτελεσματικό έλεγχο των πόρων μιας επιχείρησης”. Το εργαλείο SAM δε συμβάλλει απλώς στην αποφυγή των ενδεχόμενων ρίσκων, αλλά παρέχει αποτελεσματικά οφέλη και σημαντική εξοικονόμηση χρημάτων, καθώς βοηθά στον προγραμματισμό και τον υπολογισμό των αναγκών στα προγράμματα λογισμικού. Αυτού του είδους η διαχείριση πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά από όλες τις μικρομεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, η BSA προχώρησε στην έκδοση του νέου οδηγού με τίτλο “Επιχειρηματικός Σύμβουλος: Μην θέτετε την επιχείρηση σας σε κίνδυνο”, www.bsa.org/hellas, που δημιουργήθηκε ειδικά για να βοηθήσει τις Μικρές και Μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) να προστατευτούν από τους κινδύνους που ενέχει το παράνομο ή μη αδειοδοτημένο λογισμικό στη λειτουργία μιας εταιρίας. Στο σημερινό επιχειρηματικό περιβάλλον μια επιχείρηση για να συνεχίσει να είναι ανταγωνιστική και δυναμική πρέπει να διασφαλίσει την ομαλή λειτουργία της και βασική προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η σωστή διαχείριση των πόρων της συμπεριλαμβανομένου και του λογισμικού.